δροσάτος

δροσάτος
-η, -ο
ο δροσερός: Καθαρότατον ήλιο προμηνούσε της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι (Σολωμός).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δροσάτος — η, ο (Μ δροσάτος, η, ον) 1. γεμάτος δροσιά 2. ωραίος 3. αυτός που προκαλεί χαρά, ευχαρίστηση μσν. το ουδ. ως ουσ. το δροσάτον 1. φάρμακο που δροσίζει, που ανακουφίζει 2. είδος ποτού …   Dictionary of Greek

  • φρέσκος, -η — και ια, ο (λ. ιταλ.) 1. πρόσφατος, νωπός, της ώρας: Φρέσκα ψάρια. 2. δροσερός, δροσάτος, ευχάριστα ψυχρός: Φρέσκο δέρμα. – Φρέσκο αεράκι. 3. μτφ., ζωηρός, ακμαίος, ευδιάθετος, κεφάτος: Ήρθε το πρωί φρέσκος φρέσκος. 4. το ουδ. ως ουσ., φρέσκο (βλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”